Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων
Hellenic Property Federation
ΕΝΦΙΑ και τοπική αυτοδιοίκηση: Για να εισπράξει ο δήμος θέλει δουλειά πολλή, Αρθρο του Αριστ. Αλβανού*
07/10/2018

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στη ζωή, δημόσια και ιδιωτική, είναι εκείνη η στιγμή που η πραγματικότητα συγκρούεται με τη θεωρία. Όταν το ευκταίο διαψεύδεται από το δυνατό και το υπαρκτό υποτάσσει, αναπόδραστα, το θεωρητικό. Συνήθως με κρότο και θέαμα, κάποιες φορές αθόρυβα, στο παρασκήνιο, αλλά πάντοτε προκαλώντας απογοήτευση είτε σε αιθεροβάμονες ιδεολόγους είτε σε φιλόδοξους μεταρρυθμιστές. Η χώρα μας έχει βιώσει πολλάκις στην νεότερη ιστορία της τέτοιου είδους διαψεύσεις, πληρώνοντας την απουσία ρεαλισμού και τα πτερόεντα ευχολόγια των αξιωματούχων της, στην καλύτερη περίπτωση με καταστροφή στην χειρότερη με στασιμότητα και ομφαλοσκόπηση.

Εκτός από τα επιμέρους συμπεράσματα για κάθε μία από αυτές τις διαψεύσεις, το πολυτιμότερο δίδαγμα που θα μπορούσε και έπρεπε να έχει αντλήσει η εγχώρια πολιτική και διοικητική ελίτ είναι ότι για να επηρεάσεις την πραγματικότητα πρέπει πρώτα να την κατανοήσεις επαρκώς, δουλεύοντας άοκνα, μεθοδικά και ρεαλιστικά προκειμένου να αλλάξεις τους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Κάθε άλλη προσπάθεια είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον ίδιο τοίχο πολλές φορές επιδιώκοντας ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.

Υπακούοντας θεωρητικά στο συνταγματικά κατοχυρωμένο αλλά ,εν τοις πράγμασι, βιασμένο πολιτικοδιοικητικό πρόταγμα της αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων και πόρων προς την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να τοποθετήσει ως εμβληματική μεταρρύθμιση του προγράμματος της για την Ελλάδα που θα επιδιώξει να οικοδομήσει, εφόσον γίνει κυβέρνηση, την είσπραξης μιας ήδη κορεσμένης φορολογικής επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Αναπαράγοντας ,σε προγραμματικό επίπεδο, τα φιλελεύθερα στερεότυπα της τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας και φορολογικής λογοδοσίας (fiscal accountability)ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμβολιάζει το δημόσιο διάλογο με μια εισαγόμενη φορολογική κοινοτοπία.

Πράγματι ενώ σε έναν μεγάλο αριθμό των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης ο φόρος ακίνητης περιουσίας (estate tax) εισπράττεται από τις τοπικές αρχές και αποτελεί μια σημαντική πηγή εσόδων στην χώρα μας, με μια τεράστια αυτοδιοικητική παράδοση, ο φόρος ακίνητης περιουσίας αποτελεί ένα ιερό κρατικό τοτέμ που δεν μπόρεσαν και η αλήθεια είναι ότι, δεν θέλησαν να αγγίξουν οι πιστοί. Ποιος αυτοδιοικητικός παράγοντας θα επιθυμούσε, ορθολογικά σκεπτόμενος, να μετατοπισθεί ο βασικός πυλώνας ενός συστήματος τακτικής και έκτακτης κατανομής φορολογικών εσόδων (βλ. Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι) τα οποία αφενός δεν μπαίνει στην διαδικασία να εισπράξει, με όποιο διοικητικό και πολιτικό κόστος αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, αφετέρου μπορεί να αισθάνεται σχεδόν βέβαιος για την είσπραξή τους;

Η άσκηση της φορολογικής εξουσίας αποτελεί κορυφαία μορφή οικονομικού καταναγκασμού των πολιτών και τοποθετείται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας,. Η άρρηκτη θεωρητική συσχέτιση της φορολογικής εξουσίας με το κράτος, τον Λεβιάθαν που ασκεί αυτή την εξουσία σε όλη την επικράτεια, διέπει την συνταγματική μας τάξη και αποτυπώνεται με ειδικότητα και σαφήνεια στο Σύνταγμά μας, το οποίο απαγορεύει ρητώς την περαιτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση προσδιορισμού και είσπραξης του φόρου (άρθρο 78 παρ. 4) Ωστόσο ακόμη και αν η Νέα Δημοκρατία, η οποιοσδήποτε κοινοβουλευτικός συσχετισμός, κατορθώσει να υπερβεί τους δεδομένους συνταγματικούς περιορισμούς, μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης περιορισμένης έκτασης, δεν θα μπορέσει να υποσκελίσει την δυσάρεστη αλλά πραγματικότητα της διοικητικής και επιχειρησιακής ικανότητας των περισσοτέρων ΟΤΑ της χώρας.

Παρά την αξιοσημείωτη προσαρμογή τους στους εθνικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς και τις προκλήσεις που αυτοί συνεπάγονται, είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των δήμωντης χώρας δεν διαθέτει τους έμψυχους πόρους και τις υλικοτεχνικές δυνατότητες που απαιτούνται προκειμένου να ανταποκριθούν στην σημαντική διοικητική πρόκληση της είσπραξης ενός φόρου που αφορά εκατομμύρια ακίνητα και ιδιοκτήτες. Κατά τα έτη της βίαιης μνημονικής προσαρμογής ο ΟΤΑ α’ βαθμού ισοσκέλισαν τους προϋπολογισμούς τους, αύξησαν το ρυθμό είσπραξης των εσόδων τους και εξορθολόγισαν σε αξιοσημείωτο βαθμό το κόστος λειτουργίας τους, συμβάλλοντας στο μέτρο των δυνατοτήτων τους στην εθνική προσπάθεια με σημαντικά λιγότερους πόρους και προσωπικό.

Ωστόσο η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου ακίνητης περιουσίας συνιστά μια πρόκληση στην οποία δεν μπορούν προς το παρόν ούτε θα μπορέσουν, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον να ανταποκριθούν, χωρίς να αμφισβητηθούν ή να διακυβευτούν θεμελιώδεις δημοσιονομικοί στόχοι. Αξίζει σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε ότι η ίδια η Φορολογική Διοίκηση ανέθεσε, κατ’ αρχήν, στον «εθνικό εισπράκτορα», την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε, να εισπράξει τον νεοσύστατο ΕΕΤΗΔΕ, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις αξιοπιστίας που έθεσαν μετ’ επιτάσεως οι δανειστές αλλά και κερδίζοντας τον απαραίτητο χρόνο προετοιμασίας και προσαρμογής για την μετέπειτα είσπραξη του με ίδια μέσα.

Συμπληρωματικά, το ζήτημα των ανισορροπιών στα έσοδα (revenue imbalances) που αναμφίβολα θα προκύψει δεδομένης της διαφοράς τόσο των αντικειμενικών αξιών (τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του φόρου) όσο και της διαφοροποιημένης φοροδοτικής ικανότητας μεταξύ διαφορετικών περιοχών της επικράτειας είναι μεν υπαρκτό θα μπορούσε ωστόσο να αντιμετωπισθεί σχετικά ανώδυνα με την αξιοποίηση σταθεροποιητών (stabilizers) ήτοι συμπληρωματικών μεταβιβαστικών πληρωμών από το κράτος. Η διεθνής εμπειρία θα μπορούσε κι εδώ να αξιοποιηθεί ως ένα χρηστικό πεδίο άντλησης συμπερασμάτων, ιδεών και λύσεων.

Η φορολογική αποκέντρωση είναι πράγματι μια φιλόδοξη, τολμηρή και αναζωογονητική προοπτική που μπορεί να απελευθερώσει κρατικούς πόρους και δυνατότητες, να ενεργοποιήσει τους αυτοδιοικητικούς μηχανισμούς και εν τέλει να προσδώσει μεγαλύτερη δημοσιονομική αυτονομία (fiscal autonomy) άρα και δυνατότητες στις τοπικές κοινωνίες. Ένα σύγχρονο και ελκυστικό αφήγημα του οποίου ωστόσο η επιτυχημένη υλοποίηση, ιδιαίτερα κρίσιμη για την ελληνική περίπτωση, απαιτεί την ex ante εκπλήρωση θεσμικών και πολύ περισσότερο διοικητικών-επιχειρησιακών προϋποθέσεων τις οποίες μια υποστελεχωμένη και ήδη επιβαρυμένη με ποικίλες αρμοδιότητες, μεταμνημονιακή τοπική αυτοδιοίκηση, δεν διαθέτει και ούτε πρόκειται να διαθέτει μελλοντικά, δεδομένων των περιορισμών στις προσλήψεις προσωπικού αλλά και την χρηματοδότηση των ΟΤA, που επιβάλλει η δημοσιονομική πειθαρχεία

Σε αυτό το πλαίσιο, ήπια αλλά πάντως σαφής, ήταν η επίρρωση των ανωτέρω από την δημόσια αμηχανία της ΚΕΔΕ απέναντι στην εν λόγω προοπτική. Η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας σε σχετικό δελτίο τύπου της (20-9-2018) διευκρινίζει «τονίσαμε ότι αποτελεί θετικό βήμα η μεταβίβαση των πόρων που προέρχονται από τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας (κι όχι του ΕΝΦΙΑ)από το Κεντρικό Κράτος στην αυτοδιοίκηση, αλλά αφού προηγουμένως διασφαλιστεί η δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού είσπραξης”

Ο ΕΝΦΙΑ αποτελεί σήμερα τον πιο άδικο αλλά ταυτόχρονα πιο δημοσιονομικά αποδοτικό φόρο. Παρά την φορολογική κόπωση των Ελλήνων η εισπραξιμότητα του φόρου κινείται σε υψηλά επίπεδα και αυτό δεν είναι μια τυχαία εξέλιξη. Η ελληνική Φορολογική Διοίκηση έχει στη διάθεση της την πλέον επιτυχημένη ηλεκτρονική πλατφόρμα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (TAXIS) καθώς και όλα τα θεσμικά και επιχειρησιακά εργαλεία που της επιτρέπουν να διασταυρώνει στοιχεία, να προσδιορίζει την φορολογητέα ύλη, να εισπράττει τον οφειλόμενο φόρο με όλα τα διαθέσιμα μέσα ηλεκτρονικής τραπεζικής αλλά και να διεκδικεί, όταν απαιτείται, την απόδοση του από τον υπόχρεο αξιοποιώντας, χωρίς καθυστέρηση, όλα τα νόμιμα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Ενώ θεωρητικώς οι δήμοι εφαρμόζουν την ίδια νομοθεσία, η απουσία όλων των υπόλοιπων παραγόντων αποτελεσματικότητας καθιστά την, προγραμματικώς αναγγελθείσα από την αξιωματική αντιπολίτευση, μεταβίβαση της αρμοδιότητας είσπραξης του ΕΝΦΙΑ το λιγότερο επισφαλή.

Ο τοίχος της ελληνικής αυτοδιοικητικής πραγματικότητας είναι εκεί. Και οποιοσδήποτε μελλοντικός πρωθυπουργός πρέπει να σκεφτεί πριν χτυπήσει το κεφάλι του σε αυτόν, χωρίς να τον αλλάξει. Για να εισπράξει ο δήμος (ΕΝΦΙΑ) θέλει δουλειά πολλή.

* O Αριστοτέλης Αλβανός είναι Πολιτικός επιστήμονας και δημόσιος υπάλληλος, με μεταπτυχιακή ειδίκευση στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ). Από το 2011 υπηρετεί στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιστοσελίδα HUFFINGTON POST και αναδημοσιεύεται στη δική μας λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του.

 

πίσω στο αρχείο