Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο παροξυσµός σχετικά µε την οικονοµία διαµοιρασµού και ιδιαίτερα η οξεία πολεµική κατά των βραχυχρόνιων µισθώσεων και του Airbnb. Αναρωτιέµαι, πραγµατικά, στην ίδια πόλη ζούµε; Ξεχάσαµε την εικόνα βοµβαρδισµένου αστικού τοπίου τύπου Καµπούλ πριν από λίγα χρόνια, πριν δηλαδή οι ιδιωτικές επενδύσεις από µικροϊδιοκτήτες αλλάξουν µια πόλη παρατηµένη από την κεντρική εξουσία και την Αυτοδιοίκηση; Αντί να λέµε ένα µεγάλο «ευχαριστώ» σε αυτούς τους αφανείς ήρωες, που πήραν το ρίσκο να επενδύσουν σε ένα σχεδόν τριτοκοσµικό άστυ, τους έχουµε µετατρέψει σε «κόκκινο πανί»;
Ίσως επειδή ξεχάσαµε τα κτίρια που εγκαταλείπονταν µαζικά από τους ενοίκους τους, επειδή ένα διαµέρισµα µετατρεπόταν σε έδρα δουλεµπόρων και «κανείς δεν µπορούσε να κάνει τίποτα». Και έτσι µας ενοχλεί το γεγονός ότι στις ίδιες πολυκατοικίες φιλοξενούνται τουρίστες που φέρνουν πολύτιµο εισόδηµα και στηρίζουν δουλειές, ανέργους και νοικοκυριά µε φορολογικές υποχρεώσεις. Μας πειράζει, µάλλον, που οι καθηµαγµένοι από την ανελέητη φορολογία ιδιοκτήτες βλέπουν καλύτερες µέρες και οι απαξιωµένες περιουσίες γίνονται εκ νέου αποκούµπι της µικρής και της µεσαίας τάξης; Ξεχάσαµε τις µαζικές αποποιήσεις κληρονοµιών από πολίτες που δεν άντεχαν να πληρώσουν για απρόσοδα ακίνητα;
Έστω ότι ξεχνάµε όλα αυτά. Ας δούµε τα στοιχεία. Σύµφωνα µε την τελευταία απογραφή κτιρίων του 2011, για την ευρύτερη περιοχή της Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τοµέα Αθηνών υπάρχουν 640.000 κατοικίες. Πόσες από αυτές κατεγράφησαν ως κενές; Περίπου 176.000. Και πρόκειται µόνο για κατοικίες -όχι για γραφεία και άλλα ακίνητα- που ανακαινίστηκαν για να γίνουν τουριστικά καταλύµατα. Και πόσες από αυτές αξιοποιούνται ως καταλύµατα Airbnb; Έφτασαν τις 9.500 στον ∆ήµο Αθηναίων µέσα στο 2018, πριν µειωθούν στις 8.000 µετά την εφαρµογή των φορολογικών µέτρων και παραµένουν λίγο κάτω από τις 12.000 έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραµµές.
Ως εκ τούτου, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεν δικαιολογείται το µένος κατά των καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης. Με δεδοµένο όµως αφενός ότι ολόκληρες συνοικίες απέκτησαν ξανά ζωή και αφετέρου ότι τα καταλύµατα Airbnb δεν αποτελούν παρά κλάσµα του συνολικού αποθέµατος ακινήτων, τι τροφοδοτεί το µένος αυτό κατά των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων;
Εντέλει, ενδεχοµένως να τυγχάνει πλήρους εφαρµογής το... δόγµα «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα». Ορισµένο δηλαδή τµήµα των συµπολιτών µας ίσως να µην είναι σε θέση να ανεχθεί ότι µερικές χιλιάδες νοικοκυριά κατάφεραν να βελτιώσουν τον προϋπολογισµό τους µέσω των βραχυχρόνιων µισθώσεων.
Δεν πρέπει, όµως, να ψοφήσει η κατσίκα και ο γείτονας να στηρίζει την επιβίωσή του σε κρατικά επιδόµατα, αποφεύγοντας την πληρωµή φόρων. Διότι εάν συµβεί αυτό, εάν... αποδηµήσουν και η κατσίκα και ο γείτονας, ποιος θα πληρώνει τότε επιδόµατα και µισθούς;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΤΟ ΕΘΝΟΣ στις 11.1.2020. Το αναδημοσιεύουμε λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του.